Unbenannt.png

Ο καρκίνος του ενδομητρίου αποτελεί, μετά τον καρκίνο του μαστού, τον συχνότερα εμφανιζόμενο γυναικολογικό καρκίνο στις αναπτυγμένες χώρες. Υπολογίζεται πως έχουμε 142.000 νέες περιπτώσεις κάθε έτος σε ολόκληρο τον κόσμο.

Καρκίνος του ενδομητρίου
Καρκίνος του ενδομητρίου

Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2022 η κατάταξη για τα καρκινώματα του ενδομητρίου γινόταν σε 2 τύπους βάσει των κλινικών, μεταβολικών και ενδοκρινικών χαρακτηριστικών τους. Ο τύπος Ι περιλαμβάνει τα grade 1-2 ενδομητριοειδή, ενώ ο τύπος ΙΙ τα grade 3 ενδομητριοειδή και τα μη ενδομητριοειδή νεοπλάσματα (ορώδες, διαυγοκυτταρικό, μεικτού τύπου κλπ).

Πλέον, η νέα μοριακή ταξινόμηση κατά FIGO κατανέμει τα καρκινώματα του ενδομητρίου σε 4 προγνωστικές κατηγορίες:

1. Ultramutated (PΟLEmut),

2. Hypermutated/mismatch repair deficient (MΜRd),

3. Copy-number high με μεταλλάξεις του ΤP53 (p53abn) και

4. Copy-number low χωρίς κάποια συγκεκριμένη μετάλλαξη (ΝSMP) .

Τα POLEmut νεοπλάσματα έχουν την καλύτερη πρόγνωση με 98% πιθανότητα να μην υποτροπιάσουν εντός 5-ετίας. Τα NSMP και MMRd καρκινώματα του ενδομητρίου έχουν κατά 74% και 72% πιθανότητες 5 έτη ελεύθερα υποτροπής αντίστοιχα, ενώ το ανάλογο ποσοστό στα p53abn μειώνεται στο 48%

 

Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες συμπεριλαμβάνουν πλέον κατά την κατηγοριοποίησή τη νέα μοριακή ταξινόμηση, εφόσον αυτή είναι διαθέσιμη (Πίνακας 1). Σύμφωνα με αυτές, τα POLEmut νεοπλάσματα σταδίου Ι-ΙΙ χωρίς υπολειμματική νόσο, ενδομητριοειδή και μη, θεωρούνται πλέον χαμηλού κινδύνου αποκλιμακώνοντας τους θεραπευτικούς χειρισμούς σε γυναίκες που ως τώρα θεωρούνταν μετρίου-υψηλού (στάδιο ΙΙ) ή και υψηλού κινδύνου (μη ενδομητριοειδή νεοπλάσματα).

Ο μοριακός έλεγχος συνιστάται πλέον σε όλα τα νεοδιαγνωσθέντα καρκινώματα του ενδομητρίου καθώς δύναται να αλλάξει την ταξινόμησή τους και καθοδηγεί τους θεραπευτικούς χειρισμούς.
Ο συνδυασμός του μοριακού ελέγχου με την ανάπτυξη νέων φαρμάκων ανοίγει την παλέτα της χημειοθεραπευτικής αντιμετώπισης και πέραν της 1ης γραμμής. ‘Ετσι η anti-PD1 ανοσοθεραπεία με pembrolizumab ή dorstalimab μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε MSΙ/MΜRd καρκινώματα ως δεύτερη γραμμή θεραπείας ενώ ο συνδυασμός του pembrolizumab με τον αναστολέα τυροσινικής κινάσης lenvatinib μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δεύτερη γραμμή θεραπείας σε καρκινώματα χωρίς μικροδορυφορική αστάθεια .
Τέλος, στα ορώδη νεοπλάσματα του ενδομητρίου ελέγχεται και ο HΕR2 υποδοχέας, που μέχρι πρότινος είχε θεραπευτική αξία μόνο στον καρκίνο του μαστού. Στα HΕR2 θετικά νεοπλάσματα η χρήση του trastuzumab σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία (paclitaxel and carboplatin) έχει δείξει βελτίωση του διάμεσου χρόνου χωρίς πρόοδο νόσου.

Συμπερασμετικά, με τη νέα μοριακή ταξινόμηση των καρκινωμάτων του ενδομητρίου η αντιμετώπιση των ασθενών γίνεται ακόμα πιο εξειδικευμένη και στοχευμένη και αποσκοπεί στη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών αυτών.

Κοτανίδης Χρήστος MD, MSc
Διευθυντής Τμήματος Γυναικολογικής Ογκολογίας ΙΑΣΩ Θεσσαλίας
τ. Αν. Διευθυντής Γυναικολογικής Ογκολογίας Humboldt Clinic Berlin


stock-photo-doctor-and-hologram-of-the-female-organ-of-the-uterus-medical-examination-women-s-consultation-2026312586-transformed-1200x799.jpeg

O καρκίνος του ενδομητρίου αποτελεί την πιο συχνή κακοήθεια του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος. Σε ποστοστό περίπου 70 με 80% αφορά σε γυναικές που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση και μόλις 5% σε γυναίκες κάτω των 45 ετών. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται αύξηση των κρουσμάτων, ιδιαιτέρως στις ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες. Πρώτον στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και δεύτερον στην αύξηση του ποσοστού των παχύσαρκων γυναικών. Πολλές έρευνες έχουν αναδείξει την συσχέτιση της παχυσαρκίας με την ανάπτυξη της νόσου. Το γεγονός ότι η νόσος έχει σαν κύριο σύμπτωμα την μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία , η οποία μας οδηγεί στην περεταίρω διερεύνηση , αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της έγκαιρης διάγνωσης. Αυτή τίθεται κατά κύριο λόγο με την πραγματοποίηση της υστεροσκόπησης και της κλασματικής απόξεσης. Η χρήση μόνο της απόξεσης ή και της πιπέλας έχει αυξημένο κίνδυνο ψευδώς αρνητικών αποτελεσμέτων και γι αυτόν τον λόγο δεν προτείνεται ως διαγνωστική μέθοδος εκλογής. Στο 75% των περιπτώσεων η διάγνωση γίνεται σε αρχικό στάδιο. Η ιστολογική ταυτοποίηση και κατηγοριοποίηση του καρκίνου είναι πολύ σημαντική ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην κατάλληλη αντιμετώπισή του. Σε ποσοστό περίπου 80% πρόκειται για καρκίνο τύπου Ι (ενδομητροειδές καρκίνωμα) που έχει και την καλύτερη πρόγνωση.

Χειρουργική αντιμετώπιση
To gold standard στην χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του ενδομητρίου είναι η αφαίρεση της μήτρας με τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες αμφοτερόπλευρα με ή χωρίς του πυελικούς και παρααορτικούς λεμφαδένες, αναλόγως το στάδιο και την ιστοπαθολογική ιδιαιτερότητα της κάθε περίπτωσης. Η χρήση της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας μας δίνει την δυνατότητα να επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ασθενή. Ιδιαίτερα σε ασθενής με αυξημένο ΒΜΙ η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι ανδιαμφισβητητα η μέθοδος εκλογής σε όλα τα σύγχρονα κέντρα γυναικολογικής ογκολογίας. Η xρήση του ΙCG, μιας νέας χρωστικής ουσίας, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται η τεχνική ανίχνευσης του φρουρού λεμφαδένα η οποία τίνει να αντικαταστίσει σε μεγάλο βαθμό τον συστηματικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Η ανίχνευση του φρουρού λεμφαδενα απαιτεί πέραν του τεχνολογικόύ εξοπλισμού της κλινικής, την υψηλή εξειδίκευση και εξοικίωση του χειρουργού με την μεθοδο αυτή. Πριν την έναρξη της επέμβασης, γίνεται έγχυση της ουσίας ΙCG στον τράχηλο της μήτρας σε 2 σημεία αντιδιαμετρικά του τραχήλου (3η και 9η ώρα). Η ουσία ακολουθόντας τα λεμφαγγεία της μήτρας θα αποκαλύψει ενδοεγχειρητικά τον φρουρό λεμφαδένα, δηλαδή τον πρώτο σταθμό πιθανής λεμφογενούς μετάστασης. Ακολουθεί η λαπαροσκοπική επέμβαση, κατά την οποία με τη χρήση ειδικής κάμερας τελευταίας τεχνολογίας και έπειτα από προσεκτική παρασκευή των ιστών γίνεται η ταυτοποίηση του φρουρού λεμφαδένα. Ο πιο συχνές περιοχές είναι στα έξω λαγόνια αγγεία, στον θυροειδή βόθρο και στον διχασμό της αορτής. Λιγότερο συχνά ανιχνεύεται και πάνω από την κάτω μεσεντέριο αρτηρία ή εξωτερικά των κοινών λαγόνιων αγγείων.

Η αμφοτερόπλευρη ανίχνευση του φρουρού λεμφαδένα με την μέθοδο ΙCG εξαρτάται από το BMI της ασθενούς. Έτσι σε ασθενή με ΒΜΙ κάτω του 30 kg/m2 ο φουρός λεμφαδένας ανιχνεύεται άμφω στο 92% , ενώ με BMI μεταξύ 30 και 40 kg/m2 το ποσοστό μειώνεται στο 85%. Αν το BMI ξεπεράσει τα 40kg/m2 τότε το ποσοστό μειώνεται στο 69%. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει τα περιστατικά αυτά παρουσιάζονται στο ογκολογικό συμβούλιο και μετά να παραπέπονται σε εξειδικευμένο γυναικολόγο ογκολόγο ώστε να επιτυγχάνεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, όχι μόνο ενδοεγχειρητικά αλλά και κατά την μετεγχειρητική παρακολούθηση της ασθενούς.Στην κλινική ΙΑΣΩ Θεσσαλίας διαθέτουμε εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας με το σύστημα 3D/4K Rubina της εταιρείας KARL STORZ και έτσι μπορούμε να πραγματοποιήσουμε με ασφάλεια και μέγιστη ακρίβεια τέτοιου ίδους επεμβάσεις. Έτσι ελαχιστοποιείται ο χρόνος του χειρουργείου, ο χρόνος παραμονής στην κλινική, ο μετεγχειρητικός πόνος της ασθενούς καθώς και η πιθανότητα εμφάνισης μετεγχειρητικών επιπλοκών όπως το λεμφοίδημα.Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάρκεια της επέμβασης δεν ξεπερνάει τις 2 ώρες και η παραμονή είναι συνήθως 1 με 2 μέρες.


koth_-1200x799.jpg

Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί τον πέμτο πιο συχνό θανατηφόρο καρκίνο στις γυναίκες και το γεγονός ότι δεν έχει χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα συνδέεται με την καθυστερημένη διάγνωση της νόσου. Στατιστικά, περίπου 1 στις 72 γυναίκες θα νοσήσει από καρκίνο των ωοθηκών και το 75% αυτών των περιπτώσεων θα διαγνωσθούν σε προχωρημένο στάδιο.
Ενώ στον καρκίνο του ενδομητρίου που έχει ως κύριο σύμπτωμά του την μετεμηνοπαυσιακή αιμορραγία και έτσι διαγιγνώσκεται στην πλειονότητα σε πρώιμο στάδιο στον καρκίνο των ωοθηκών δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα που θα οδηγήσει την ασθενή άμεσα να επισκεφτεί τον γιατρό της. Επιπλέον σε αντίθεση με τον καρκίνο του μαστού και του τραχήλου για τους οποίους υπάρχουν προληπτικά προτόκολλα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έγκαιρη διάγνωσή τους, για τον καρκίνο των ωοθηκών δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
Έτσι λοιπόν στην πλειονότητα των περιπτώσεων η διάγνωση αποτελεί τυχαίο εύρημα και είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές ασθενείς θα απευθυνθούν προτίστως σε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων (π.χ παθολόγους, γαστρεντερολόγους κλπ.) καθότι τα κλινικά σημεία δεν θα είναι χαρακτηριστικά κάποιας γυναικολογικής πάθησης.
Πολύ σημαντικό κομμάτι της γυναικολογικής εξέτασης είναι η λεπτομερής καταγραφή του οικογενειακού ιστορικού της ασθενούς. Τα πιο γνωστά ογκογονίδια που σχετίζονται με των καρκίνο των ωοθηκών είναι τα γονίδια BRCA 1 και BRCA 2. Έτσι λοιπόν ανάλογα με τον αριθμό, την ηλικία και τον τύπο του καρκίνου των συγγενών που νόσησαν, υπάρχουν αλγόριθμοι που μας δείχνουν αν υπάρχει ένδειξη να προχωρήσουμε σε γονιαδιακό έλεγχο. Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η λήψη του οικογενειακού ιστορικού και η χρήση των συγκεκριμένων αλγορίθμων αφορούν ολόκληρη την πληθυσμιακή ομάδα. Έτσι θα ανιχνευτούν γυναίκες που εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο και οι συγκεκριμένες θα τύχουν στοχευμένης παρακολούθησης και αντιμετώπισης.
Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι διεθνείς μελέτες έχουν δείξει πως οι γυναίκες με μετάλλαξη στο ΒRCA 1 γονίδιο έχουν 44% πιθανότητα να νοσήσουν από καρκίνο στην ωοθήκη μέχρι τα 80 έτη. Το αντιστοιχο ποσοστό σε περίπτωση μετάλλαξης στο BRCA 2 γονίδιο ανέρχεται στο 17%. Γι αυτόν τον λόγο στην πρώτη κατηγορία προτείνεται η προφυλακτική αφαίρεση των ωοθηκών και των σαλπίγγων μεταξύ 35 και 40 έτη ενώ στην δεύτερη μεταξύ 40 και 45 έτη. Να σημειωθεί ότι σε αυτές τις κατηγορίες γυναικών λαμβάνονται υπόψιν και άλλες παράμετροι , όπως για παράδειγμα η επιθυμία τεκνοποίησης, ώστε να ληφθεί εξατομικευμένα η πιο σωστή απόφαση.
Σχετικά με την ιστολογική κατηγοριοποίηση , το ορώδες καρκίνωμα χαμηλής διαφοροποίησης αποτελεί τη μεγαλύτερη ιστολογική υποομάδα (68 %), ακολουθούμενη από το διαυγοκυτταρικό (12 %), το ενδομητριοειδές (11 %), το βλεννώδες (3 %) και το ορώδες καρκίνωμα υψηλής διαφοροποίησης (3 %), καθώς και άλλους σπάνιους τύπους (3 %).

Η χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών, αποσκοπεί στην επίτευξη της ολικής μακροσκοπικής αφαίρεσης της νόσου, που μπορεί να οδηγήσει στην οριστική ίαση, αν μιλάμε για αρχικό στάδιο , ή στην αύξηση της επιβίωσης στις περιπτώσεις προχωρημένης νόσου. Υπολογίζεται ότι η 5 ετής επιβίωση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι στο 43%.

Σε προχωρημένο στάδιο του καρκίνου των ωοθηκών προκειμένου να επιτευχθεί μια εκτομή R0 (πλήρης μακροσκοπική αφαίρεση του όγκου) , χρείαζεται τις περισσότερες φορές να προχωρούμε στην αφαίρεση και άλλων οργάνων που έχουν διήθηση , όπως του περιτοναίου, του σπλήνα και τμήματος του εντέρου, του διαφράγματος, του ήπατος και του παγκρέατος. Αυτού του είδους οι επεμβάσεις απαιτούν εξαιρετικά εξειδικευμένους χειρουργούς οι οποίοιείναι σε θέση να ανταπακριθούν τόσο στις ανάγκες του χειρουργείο όσο και στις πιθανές επιπλοκές αυτού.
Σε ευρωπαικές χώρες ( Γερμανία, Γαλλία , Αγγλία , Ιταλία κ.α) αλλά και στις Η.Π.Α, αυτού του είδους τα περιστατικά , αλλά και γενικότερα περιστατικά γυναικολογικής ογκολογίας , αντιμετωπίζονται στην πλειονότητά τους σε εξειδικευμένα κέντρα. Αυτό γιατί υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες που έχουν αποδείξει πως όταν γίνεται η αντιμετώπιση από εξειδικευμένη χειρουργική ομάδα τότε η έκβαση του χειρουργείου είναι εξαιρετικά καλύτερη και το προσδοκιμο ζωής αυξάνει αισθητά.
Σε κάθε περίπτωση αυτού του είδους τα περιστατικά πρέπει να παρουσιάζονται στο Ογκολογικό Συμβούλιο ώστε να μπορεί να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση η οποία είναι εξατομικευμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κάθε ασθενούς.
Πέραν της χειρουργικής αντιμετώπισης , οι ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών , στην πλειονότητά τους, θα λάβουν και χημειοθεραπεία. Υπάρχουν νέα δεδομένα και νέα φάρμακα, όπως οι PARP αναστολείς που έχουν βελτιώσει τόσο το προσδόκιμο επιβίωσης όσο και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Ασθενείς με καρκίνο των ωοθηκών χρήζουν συνεχούς παρακολούθησης από γυναικολόγο ογκολόγο και παθολόγο ογκολόγο , καθώς το ποσοστό των υποτροπων είναι υψηλό και επίσης είναι καθοριστική η εγκαιρη διάγνωση αυτών και η σωστή αντιμετώπισή τους.
Είναι εύκολα λοιπόν κανείς να καταλάβει πως οι περιπτώσεις αυτές χρήζουν εξειδικευμένεις αντιμετώπισης από μια ομάδα επιστημόνων με την αντίστοιχη εμπειρία.
Στο ΙΑΣΩ Θεσσαλίας από την 01.07.2022 λειτουργεί το Τμήμα Γυναικολογικής Ογκολογίας, το οποίο σε αγαστή συνερχασία με το Τμήμα Παθολογικής Ογκολογίας, Ακτινολογίας , Ακτινοθεραπευτικής Ογκολογίας παρέχει υπηρεσίες αντίστοιχες με τα μεγαλύτερα ευρωπαικά κέντρα σε όσες ασθενείς μας εμπιστεύονται.

Στον αγώνα ενάντια στον καρκίνο των ωοθηκών θα είμαστε πάντα δίπλα σας με Γνώση, Ειλικρίνεια και Ανθρωπιά.
Με εκτίμηση,

Κοτανίδης Χρήστος
Μαιευτήρας Γυναικολόγος
Ειδικευθείς στην Γυναικολόγική Ογκολογία, Χειρουργική Μαστού και Λαπαροσκοπική Χειρουργική
Υπεύθυνος Τμήματος Γυναικολογικής Ογκολογίας ΙΑΣΩ Θεσσαλίας
Τ. Αν Διευθυντής Γυναικολογικής Ογκολογίας Κλινική Humboldt Βερολίνο


stock-photo-colposcope-in-the-gynecologist-s-office-female-health-concept-1601709604-transformed-1200x799.jpg

Η ριζική υστερεκτομή με την διατήρηση των νεύρων της πυέλου (μέθοδος nerve sparing) είναι μια πολύπλοκη χειρουργική επέμβαση που επιτυγχάνει την μέγιστη ογκολογική ασφάλεια χωρίς να μειώνει την ποιότητα ζωής της ασθενούς


sark_-1200x799.jpg

Η ομοιότητά τους με τα ινομυώματα καθιστά πολλές φορές την διάγνωση πολύ δύσκολη. Τόσο η διάγνωση όσο και η αντιμετώπισή τους απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία


stock-photo-commercial-medicine-close-up-of-aged-woman-patient-hand-signing-medical-insurance-contract-at-1971115145-transformed-1200x799.jpg

Στις περιπτώσεις γυναικολογικής κακοήθειας η εξειδικευμένη αντιμετώπιση από γυναικολόγο ογκολόγο είναι μείζονος σημασίας.




WE CARE, WE CAN





WE CARE, WE CAN






All rights reserved © CKotanidis 2023 – Designed by swipe up