Καρκίνος τραχήλου της μήτρας

Title:

Description:


Καρκίνος τραχήλου της μήτρας

Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οφείλεται σε HPV λοίμωξη

Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας προσβάλλει, συνήθως, γυναίκες άνω των 30 ετών. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις (>99%) είναι αποτέλεσμα χρόνιας, εμμένουσας , ενεργής λοίμωξης από τύπους υψηλού κινδύνου (high risk) του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV). Aυτό δεν σημαίνει πως κάθε γυναίκα που θα προσβληθεί από τον ιό θα νοσήσει και από καρκίνο.
Ειδικά στις νεότερες ηλικίες ( 18 με 28 ετών) υπολογίζεται ότι το ποσοστό των γυναικών που έχουν επιμολυνθεί με τον ιό ξεπερνάει το 50% και σε κάποιες δημοσιεύσεις αναφαίρεται ότι φτάνει και το 70%. Στις περισσότερες από αυτές , το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα θα αντιμετωπίσει και τελικώς θα εξαφανίσει τον ιό .
Οι παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι:

  • Η έναρξη της σεξουαλικής ζωής σε μικρή ηλικία
  • Οι πολλαπλοί σεξουαλικοί σύντροφοι
  • Το κάπνισμα
  • Η λοίμωξη από τον ιό HIV σε συνδυασμό με πάθηση ή που καταστέλλουν την άμυνα του οργανισμού
    To πιο σημαντικό όπλο στην πρόληψη εμφάνισης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας είναι το εμβόλιο που πλέον χορηγείται όχι μόνο σε κορίτσια αλλά και σε αγόρια. Το 9δύναμο εμβόλιο Cardasil αναπτύσει ανοσία στους 9 πιο συχνούς τύπους HPV high risk που ευθύνονται για το 98% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου. Επιπλέον η διακοπή του καπνίσματος, η χρήση προφυλακτικού και ο περιορισμός των σεξουαλικών συντρόφων μειώνουν το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου.

Ο τακτικός γυναικολογικός έλεγχος με PAP test και HPV test βάση των διεθνών κατευθυντήριων οδηγιών είναι προταρχικής σημασίας.
Στα πολύ αρχικά στάδια, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας δεν προκαλεί συμπτώματα. Αργότερα, η ασθενής , ανάλογα με την έκταση της νόσου , μπορεί να εμφανίσει κολπική αιμορραγία στην περίοδο, μεταξύ των περιόδων, στην εμμηνόπαυση ή, συχνά, μετά τη σεξουαλική επαφή και αυξημένες εκκρίσεις. Αν και τα παραπάνω συμπτώματα δεν σχετίζονται μόνο με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο γυναικολογικός έλεγχος είναι απαραίτητος προς αποκλεισμό του.
Ανάλογα με το μέγεθος του όγκου, αν είναι ορατός κατά τη γυναικολογική εξέταση και την ύπαρξη συμπτωμάτων, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι δυνατόν να διαγνωστεί με το PAP test ή, απευθείας, με τη λήψη βιοψιών, συχνά υπό κολποσκοπικό έλεγχο. Άλλες φορές, αναγνωρίζεται σε παρασκεύασμα κωνοειδούς εκτομής που γίνεται για τη θεραπεία προκαρκινικών αλλοιώσεων ή την πληρέστερη διερεύνηση του ύποπτου τραχήλου όταν η κολποσκόπηση δεν είναι ικανοποιητική. Σε κάθε περίπτωση, η ιστολογική εξέταση θα μας δώσει πληροφορίες για τον τύπο του όγκου. Οι συχνότεροι ιστολογικοί τύποι είναι ο πλακώδης (70%) και το αδενοκαρκίνωμα (25%), ενώ, πολύ σπάνια, συναντώνται ο αδενοπλακώδης, το νευροενδοκρινές (μικροκυτταρικό) καρκίνωμα, το λέμφωμα και το σάρκωμα του τραχήλου.

Αν η βιοψία του τραχήλου της μήτρας δείξει καρκίνο, το επόμενο βήμα για την ασθενή είναι να επισκεφθεί έναν εξειδικευμένο Γυναικολόγο Ογκολόγο, ο οποίος θα αξιολογήσει την ασθενή και κατόπιν διενέργειας απαραίτητων εξετάσεων θα παρουσιάσει την ασθενή στο ογκολογικό συμβουλίο προκειμένου να παρθούν οι σωστές αποφάσεις για την περαιτέρω αντιμετώπιση της.
Αρχικά θα πρέπει να γίνει η κλινική σταδιοποίηση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας , που αποτελεί απαραίτητο βήμα για τον καθορισμό της έκτασης της νόσου και επομένως για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Σε αυτά τα πλαίσια, ο Γυναικολόγος-Ογκολόγος χρειάζεται να γνωρίζει τον ακριβή ιστοπαθολογικό τύπο , το μέγεθος του όγκου καθώς και αν αυτός επεκτείνεται στους ιστούς που γειτνιάζουν με τον τράχηλο της μήτρας (παραμήτρια, κόλπος, ουροδόχος κύστη, κατώτερο τμήμα παχέος εντέρου ή άλλα σημεία της πυέλου) και την τυχόν ύπαρξη λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων (π.χ. πνευμονικών, ηπατικών, οστικών) μεταστάσεων. Για να ληφθούν οι παραπάνω πληροφορίες απαιτούνται η πλήρης γυναικολογική εξέταση, περιλαμβανομένης και της δακτυλικής εξέτασης από το ορθό, η μαγνητική τομογραφία (MRI) κάτω κοιλίας / πυέλου με ενδοφλέβιο σκιαγραφικό, καθώς και η αξονική κοιλίας και θώρακος προς εντοπισμό πιθανών απομακρυνσμένων εντοπίσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η διενέργεια PET/CT.

Στα αρχικά στάδια της νόσου, η αντιμετώπιση είναι χειρουργική. Το εύρος της επέμβασης καθορίζεται από το στάδιο της νόσου, με βάση τα ευρήματα του προεγχειρητικού ελέγχου, και την επιθυμία για μελλοντική κύηση της ασθενούς. Η κλασική χειρουργική θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει την εκτέλεση ριζική υστερεκτομής, στη διάρκεια της οποίας αφαιρούνται η μήτρα, ο τράχηλος, οι ιστοί που περιβάλλουν τη μήτρα (παραμήτρια) και το ανώτερο τμήμα του κόλπου. Παρ’ όλα αυτά, σε αρχόμενη νόσο, η κωνοειδής εκτομή του τραχήλου επί υγιών ορίων ή η ολική υστερεκτομή (χωρίς δηλ. να αφαιρούνται τα παραμήτρια και το ανώτερο τμήμα του κόλπου) θεωρούνται απόλυτα αποδεκτές επιλογές. Τονίζεται πως η χειρουργική εξαίρεση των ωοθηκών δεν είναι απαραίτητη στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και ειδικά στον πλακώδη τύπο, αν μια γυναίκα θέλει να αποφύγει την πρώιμη εμμηνόπαυση.
Eπίσης σε ιδιαίτερες περιπτώσεις που η ασθενής θέλει να διατηρήσει την γονιμότητά της και εφόσον πληρεί τις ιστοπαθολογικές προδιαγραφές και έχει γίνει ακριβής σταδιοποίηση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν εξαιρετικά εξειδικευμένα χειρουργεία ριζικής αφαίρεσης του τραχήλου μαζί με τον παραμήτριο ιστό.
Ανάλογα με το μέγεθος του όγκου και το βάθος διήθησης του τραχήλου, ο κίνδυνος λεμφαδενικών μεταστάσεων διαφέρει. Σε αρχόμενη νόσο χωρίς την παρουσία λεμφαγγειακών/αγγειακών καρκινικών εμβόλων (LVI), η αφαίρεση λεμφαδένων δεν συνιστάται. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις που η νόσος θεωρείται χειρουργήσιμη, η αφαίρεση πυελικών (κοινοί-έξω-έσω λαγόνιοι και θυροειδείς λεμφαδένες) και, σπανιότερα, παραορτικών λεμφαδένων θεωρείται επιβεβλημένη. Αν υπάρχουν διογκωμένοι λεμφαδένες απεικονιστικά ή διεγχειρητικά, η εκτομή τους είναι, επίσης, απαραίτητη. Τέλος, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, η διερεύνηση των λεμφαδενικών μεταστάσεων με την τεχνική του λεμφαδένα-φρουρού συμβάλλει στη διάγνωση τους, μειώνοντας σημαντικά τις επιπλοκές του πλήρους λεμφαδενικού καθαρισμού (π.χ. λεμφοίδημα, λεμφοκύστεις).

Η ριζική υστερεκτομή σε ασθενείς με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μπορεί να γίνει ανοικτά ή με τις τεχνικές της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκόπηση, ρομποτική χειρουργική). Αν και οι τελευταίες συνδέονται με μειωμένη πιθανότητα λοίμωξης του τραύματος ή αιμορραγίας και οδηγούν σε ταχύτερη ανάρρωση της ασθενούς, πρόσφατα δεδομένα (LACC Trial) έδειξαν ότι τα ανοικτά χειρουργεία ίσως συνδυάζονται με καλύτερα ογκολογικά αποτελέσματα ,δηλαδή με μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης.
Στις περιπτώσεις που η ασθενής με νόσο αρχικών σταδίων δεν μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ή στα πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, η αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας περιλαμβάνει τη χορήγηση ακτινοθεραπείας (εξωτερικής και διακολπικής), συνηθέστερα σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία.
Η χορήγηση επικουρικής θεραπείας μετά τη χειρουργική επέμβαση καθορίζεται από την πιθανότητα υποτροπής της νόσου. Ανάμεσα στους παράγοντες που την αυξάνουν είναι η ύπαρξη μεγάλων όγκων, η βαθιά διήθηση του πάχους του τραχήλου, η παρουσία λεμφαγγειακών/αγγειακών καρκινικών εμβόλων (LVI), η διήθηση των παραμητρίων ή των χειρουργικών ορίων και οι μεταστάσεις στους λεμφαδένες. Οι αντίστοιχες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο διενέργειας Ογκολογικού Συμβουλίου, με τη συμμετοχή Γυναικολόγου-Ογκολόγου, Παθολόγου-Ογκολόγου, Ακτινοθεραπευτή, Ακτινοδιαγνωστή και Παθολογοανατόμου.
Όπως γίνεται αντιληπτό η σωστή αντιμετώπιση του καρκίνου του τραχήλου απαιτεί την συνεργασία γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων και ως εκ τούτου τέτοιου είδους περιστατικά πρέπει να οδηγούνται σε εξειδικευμένα κέντρα που μπορούν να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή θεραπευτική αντιμετώπιση η οποία είναι απολύτως εξατομικευμένη.

Category
Γυναικολογική Ογκολογία



WE CARE, WE CAN





WE CARE, WE CAN






All rights reserved © CKotanidis 2023 – Designed by swipe up